- σαρκόθλασμα
- -άσματος, τὸ, ΜΑσημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος, το οποίο, συνήθως, προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση, μώλωπας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσμα].
Dictionary of Greek. 2013.